χλοόκαρπος

χλοόκαρπος
-ον, Α
(ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που παράγει χλωρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ὀμφακό-καρπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλοόκαρπος — producing green fruits masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοοκάρποις — χλοόκαρπος producing green fruits masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοόκαρπε — χλοόκαρπος producing green fruits masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”